30Με την ευκαιρία της επετείου των 42 χρόνων από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε, για όσους δεν την έχετε δει, αυτούσια την ιστορική ταινία – ντοκουμέντο του Κώστα Ζυρίνη* για το Πολυτεχνείο, χωρίς καμία επεξεργασία ήχου και εικόνας.

Επίσης αναδημοσιεύουμε άρθρο του Κώστα Ζυρίνη από την «Ελευθεροτυπία» της 15/11/2005, όπου ο βασικός κινηματογραφιστής της ταινίας αφηγείται το χρονικό της από τη δημιουργία της ως την μετέπειτα λεηλασία της.

Η ιστορία της ταινίας του Πολυτεχνείου

Ή αλλιώς το χρονικό μιας διαρκούς σύλησης

Του ΚΩΣΤΑ ΖΥΡΙΝΗ

Την Ιστορία, τις περισσότερες φορές, τη δημιουργούν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, οι απλοί και οι άδολοι. Εκείνοι όμως που συνήθως την παραποιούν από τα μέσα μαζικής χειραγώγησης και που τη χρησιμοποιούν κατά το δοκούν είναι οι πονηροί λαθροχέρηδες, οι πολιτικά ιδιοτελείς αλλά, ενίοτε, και οι απλώς έχοντες άγνοια. Πολύ ευρύ το μέτωπο.

Κατά τη διάρκεια της χούντας, εκτός των άλλων αντιστασιακών σχημάτων δρούσε, στην παρανομία φυσικά, και η μαρξιστική-λενινιστική, αντιστασιακή οργάνωση υπό τον τίτλο «Λαϊκή Εξουσία», στης οποίας το κεντρικό καθοδηγητικό όργανο είχα την τιμή να ανήκω. Μία από τις πρωτοβουλίες της «Λαϊκής Εξουσίας» ήταν κι ο σχηματισμός μιας ομάδας από μέλη και φίλους της με σκοπό την κινηματογράφηση μικρών και μεγάλων, πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που, κατά την εκτίμησή της, αποτύπωναν την τότε σύγχρονη εκρηκτική πραγματικότητα. Η ομάδα αυτή ονομάστηκε ΚΙΝΟ και είχε μια σύνθεση ρευστή, χωρίς καταστατικές υποχρεώσεις πλην εκείνη της στοιχειώδους συνωμοτικότητας.

Την ευθύνη για τη λειτουργία της ΚΙΝΟ είχε ο υπογράφων, που ήταν και ο κυρίως σύνδεσμός της με τη «Λαϊκή Εξουσία» αλλά συγχρόνως και ο κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό φυσικός εικονολήπτης και διαχειριστής του οπτικού υλικού. Χρήμα βεβαίως δεν υπήρχε, και το όποιο οικονομικό κόστος αυτής της δραστηριότητας στηριζόταν στην προσωπική συμμετοχή του καθενός μας, σε δωρεές φιλικών εργαστηρίων και, κυρίως, στο πενιχρό ταμείο της «Λαϊκής Εξουσίας».

Η ΚΙΝΟ, κάτω από συνθήκες δικτατορίας, είχε μια λειτουργία που θύμιζε αντάρτικο πόλης, μόνο που αντί για καλασνίκοφ χρησιμοποιούσε, διά χειρός Ζυρίνη, μια μηχανή λήψεως Μπόλεξ δεκαέξι χιλιοστών κουρδιστή, η οποία τώρα αναπαύεται εν ειρήνη σε κάποιο πατάρι μου. Η ΚΙΝΟ άρχισε να καταγράφει στη σελιλόιντ από το πρώτο αντιδικτατορικό σκίρτημα-ορόσημο στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, για να προχωρήσει στις λαϊκές κινητοποιήσεις των κατοίκων του Σκαραμαγκά, στην απεργία πείνας του δασκάλου Βαγενά, στην κατάληψη της Νομικής, στην κατάληψη του Πολυτεχνείου και… Ας σταθώ εδώ.

Τη «Μεγάλη Βδομάδα» της Εξέγερσης μοιραστήκαμε: άλλοι στις συνελεύσεις του «πρώτου σοβιέτ εργατών» στο κτήριο Γκίνη, άλλοι στις προκηρύξεις, άλλος στο ραδιοσταθμό «Εδώ Πολυτεχνείο» κι εγώ, ως συνήθως, με την κάμερα της ΚΙΝΟ, παντού όπου ήταν ανθρωπίνως δυνατό.

Η επόμενη μέρα μας άφησε έναν σύντροφο τραυματισμένο σοβαρά στο κεφάλι. Η επόμενη μέρα, επίσης, δεν έπρεπε να μας βρει στα σπίτι μας. Την επόμενη μέρα μέσα από ένα ταξί κινηματογραφούσα την γκρεμισμένη πύλη.

Ήρθα σ’ επαφή με τον Κούραντ, τον εν Ελλάδι εκπρόσωπο της ολλανδικής τηλεόρασης. Αδελφικά και άδολα ανταλλάξαμε υλικό. Έτσι η ΚΙΝΟ απέκτησε και το πλάνο της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο.

Την ίδια περίπου στιγμή που τυπωνόταν ημιπαράνομα το φιλμ σε φιλικά εργαστήρια και σε δικές μας εργασιακές γιάφκες, έκανα επιτόπου ένα χοντρικό μοντάζ, τύπωσα ένα αντίγραφο και, κομμάτι κομμάτι, με τον παράνομο μηχανισμό που διαθέταμε, το διοχέτευα στις αντιστασιακές και φοιτητικές οργανώσεις των Ελλήνων της Ευρώπης. Από τη στιγμή εκείνη έχανα φυσικά και τον έλεγχο του φιλμικού υλικού. Κάθε φοιτητική οργάνωση του εξωτερικού μπορούσε τότε να ισχυρίζεται ότι «αυτό το υλικό το κινηματογράφησαν οι δικοί μας». Και φυσικά με το «οι δικοί μας» εννοούσαν τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα μέλη τους στην Ελλάδα.

Μετά τη μεταπολίτευση, η Μπόλεξ μου δεν πίστεψε πως όλα τέλειωσαν με την κλιμακωτή κατάρρευση της χούντας και συνέχισε να καταγράφει ό,τι εκινείτο πολιτικώς. Παράλληλα, η ΚΙΝΟ όργωσε το Λεκανοπέδιο της Αττικής, όλη τη Στερεά και μέχρι τη Θεσσαλονίκη, για να προβάλει την εξέγερση σε σχολές, σε συλλόγους, σε ποικιλόμορφους μαζικούς φορείς που μόλις γεννιόνταν. Ποτέ δεν μερίμνησε να εισπράξει από πουθενά έστω και μια δεκάρα για την ανανέωση, τουλάχιστον, του καταπονημένου φιλμικού υλικού. Και ποτέ δεν ενέδωσε στην ιταμή αξίωση ορισμένων νεόκοπων μαζικών φορέων να αφαιρέσει από το φιλμ τη συμμετοχή και τη συμβολή στην εξέγερση των τότε αναρχικών, όσο και άλλων μη αρεστών «αριστερίστικων» φορέων. Ήταν οι μέρες που ο σεχταρισμός και η μισαλλοδοξία έσκαγαν μύτη.

Οι πολιτικές ανακατατάξεις στην περίοδο της νομιμότητας άφησαν την ΚΙΝΟ με τον «εξής έναν». Και συνέχισα να κινηματογραφώ ως ελεύθερος πλέον σκοπευτής. Μέχρις ότου το 1980 βρέθηκα στην Κορυδαλλό ως αρχηγός «τρομοκρατικής» οργάνωσης (για την «Λαϊκή Εξουσία» επρόκειτο).

Η ιταμότητα μαζί με τη φιλαργυρία δεν έχουν όρια. Όντας εγώ στη φυλακή δεν έλειψαν εκείνοι, οι πρώην, που άδραξαν την ευκαιρία για να κερδοσκοπήσουν με τα ρετάλια του φιλμικού υλικού, ιδιοποιούμενοι μάλιστα και την επ’ αυτού πνευματική ιδιοκτησία.

Μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ δέχτηκα, με την πίεση του τότε, καθ’ όλα αξιόπιστου προέδρου της ΕΡΤ, να διαθέσω την ταινία για την παρθενική της τηλεοπτική μετάδοση υπό τον όρο να μην αλλαχτεί τίποτα, ούτε από τους τίτλους ούτε απ’ το περιεχόμενό της. Από τη στιγμή που την παρέδωσα μέχρι να φτάσω μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη συγγενικού μου περιβάλλοντος, η εικόνα προβαλλόταν με άλλους τίτλους. Ηταν, βλέπεις, οι ποντικοί, το παρακράτος των «μέσων», οι πάντα ατιμώρητοι, που είχαν την κατάσταση στα χέρια τους. Τη δικιά τους «εναλλακτική» κυριαρχία. Το μεν υλικό ήταν ένας ανεκτίμητος θησαυρός, πρόσφορος για κάθε κομματική εκμετάλλευση, ο δε δημιουργός του… Δε βαριέσαι, αριστεριστής είναι, δεν έχει «πρόσβαση» πού θα βρει το δίκιο του; Ληστέψτε τον!

Από τότε, όλα αυτά τα χρόνια, το κλεψίτυπο αυτό υλικό έγινε χαλί για κάθε κερδοσκοπική ή μη, εκπομπή. Της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης. Μέχρι και σε διαφημιστικά σποτ έχω δει τα πλάνα της ΚΙΝΟ. Να με ματώνουν. Κάθε χρόνο. Σε κάθε επέτειο της εξέγερσης. Και χωρίς ποτέ, μα ποτέ, να αναφερθεί ποιος τα τράβηξε. Αφού αυτός ο κάποιος δεν είναι συντεταγμένος με τον κυρίαρχο πολιτικό πολιτισμό. Νομίζω πως αυτό λέγεται σύληση.

Πηγή : http://zyrinis.gr/node/12707

___________________________________________________________

* Λίγα λόγια για τον Κώστα Ζυρίνη

Ο Κώστας Ζυρίνης γεννήθηκε το 1943 στα Άνω Πετράλωνα της Αθήνας. Άσκησε πολλά επαγγέλματα μεταξύ των οποίων κι εκείνα του μηχανουργού, του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη, του φωτογράφου και του συγγραφέα. Οι δάσκαλοι που διαμόρφωσαν τον ατομικό του πολιτισμό είναι μεταξύ άλλων οι : Μενέλαος Λουντέμης, Νίκος Καζαντζάκης, Αλμπέρτο Σόρντι, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Διδώ Σωτηρίου, Δαρβίνος, Κάρολος Μαρξ, Παβλώφ, Σίγκμουντ Φρόιντ, Βίλχελμ Ράιχ, Μάο Τσε Τουνγκ, Ρομάν Πολάσκι, Οδυσσέας Ελύτης, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Αλμπέρ Καμύ, Ούγκο Τονιάτσι κ.α.  Κινηματογραφιστής της » Ταινίας του Πολυτεχνείου» (1973), σκηνοθέτησε τα ντοκυμαντέρ «Κι αυτά» (12 αυτοτελή ημίωρα για την τηλεόραση, 1990), «Η μέλισσα» (2 αυτοτελή ημίωρα για την τηλεόραση, 1991), καθώς και τις ταινίες μυθοπλασίας: «Η Ταράτσα» (μικρού μήκους, 1972), «Το τελευταίο στοίχημα» (1989), «Η αυλή με τα σκουπίδια» (1992) και «Ευγένιος, αγνώστων λοιπών στοιχείων» (1997). Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Οι τρομοκράτες» (γραμμένο από κοινού με την Ισαβέλλα Μπερτράν, εκδόσεις «Διογένης» 1983), «Αγκύλες» (εκδόσεις «Οδυσσέας» 1995), «Μάγκνουμ και μπιρίμπα» («Οδυσσέας» 1996), «Τα χαμένα γράμματα» («Οδυσσέας», 1997), «Πέρα από το Μπαλί» («Οδυσσέας», 2000), «Το πέρασμα του κόνδορα» («Αντίκτυπος», 2005), και συμμετείχε με το αφήγημα «Punto di fuga» στο συλλογικό βιβλίο «Vivere pericolosamente» («Αντίκτυπος», 2005). Μετά το 2000, φωτογραφίζει και γράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες από χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης, της Αφρικής, και της Ασίας. Συνεργάστηκε συστηματικά για μια δεκαετία με το περιοδικό «Γεωτρόπιο» της «Ελευθεροτυπίας». Μετά το κλείσιμο του «Γεωτροπίου» συνεχίζει να περιφέρεται ανά τον κόσμο,  το παίζει πλέον ελεύθερος σκοπευτής, γράφει τα «Παιδιά της Αρκάδων» και, όποτε δεν  έχει έμπνευση για γράψιμο, μαστορεύει το προγονικό του σπίτι.

Πηγή : http://zyrinis.gr/node/6

 

Σχετικά άρθρα :