Γερμανός στην Ελλάδα, Έλληνας στη Γερμανία ο Μπουζιάνης υπήρξε η ψυχή του ελληνικού εξπρεσιονισμού

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσείου Μπουζιάνη, Φοίβος Κυπραίος, και ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς μιλούν στο LIFO.gr για τον μεγάλο εξπρεσιονιστή που πεθαίνει σαν σήμερα το 1959

 
της ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ 23.10.2017 / Lifo.gr
 

Μουσείο Μπουζιάνη

Γιώργος Μπουζιάνης γεννήθηκε το 1885 στην Αθήνα και σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1897 μέχρι το 1906. Το 1907 πηγαίνει να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Εκεί θα ζήσει μέχρι το 1934, εκτός από την περίοδο 1929-1932, που μετακομίζει στο Παρίσι με τη γυναίκα και τον γιο του. Η άνοδος του ναζισμού θα τον αναγκάσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου αντιμετωπίζεται σχεδόν εχθρικά από τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μετά τον θάνατό του το σπίτι του αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.

Ο Φοίβος Κυπραίος αφηγείται: «Απ’ ό,τι διαβάζουμε στη συνέντευξη που έδωσε στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, τον Μάρτιο του ’57 (Αρχείο Μουσείου Μπουζιάνη) ο ζωγράφος αναφέρει ότι είχε «εργαστεί αρκετά χρόνια μετά τα ακαδημαϊκά νατουραλιστικά» με δασκάλους τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, τον Γεώργιο Ροϊλό, τον Δημήτρη Γερανιώτη και βρισκόταν στον ιμπρεσιονισμό. «Πίστευα ότι θα έμενα εκεί» λέει χαρακτηριστικά. Είχε πάρει δηλαδή τις κατευθυντήριες της Σχολής του Μονάχου και επεξεργαζόταν το ρηξικέλευθο κύμα του ιμπρεσιονισμού. Φαίνεται ότι εκεί, γύρω στο 1917, ανικανοποίητος και ανήσυχος, αναζητά μια νέα έκφραση που ο ίδιος δεν γνωρίζει ότι λέγεται εξπρεσιονισμός.

Ακόμα και οι ερωτικές του σκηνές με ζευγάρια προκαλούν εντύπωση. Δεν περιγράφει αλλά κάνει ενδοσκόπηση, επιχειρώντας να ξεγυμνώσει τον ψυχισμό του προσώπου. Ξεπερνά τις φόρμες, τα σχήματα και, εντέλει, τα μοντέλα τού μοιάζουν, καθώς αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Μπουζιάνης∙ αυτός είναι από πίσω κι εκεί «ζωγραφίζεται».

 

Για την ιστορία, το «αποφοιτήριο» της σχολής, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1908, αναφέρει ότι ο Μπουζιάνης γράφτηκε στο Μητρώο της Σχολής Καλών Τεχνών στις 7 Δεκεμβρίου 1897 με αύξοντα αριθμό 98 και αποφοίτησε με βαθμό 7,68/10. Συμφοιτητής του τα τρία τελευταία χρόνια στη Σχολή της Αθήνας ήταν ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Ξαναβρίσκονται στο Μόναχο, όπου ο Ντε Κίρικο παραμένει από το 1906 έως το 1908. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Ιταλός ζωγράφος επισκέπτεται την έκθεση του Μπουζιάνη και ενθουσιάζεται. Ο Μπουζιάνης, στο τετράδιο με τους αφορισμούς, μας πληροφορεί ότι συναντιέται με τον Ντε Κίρικο στις 14 Μαΐου 1931 στο Μονπαρνάς, στο καφέ Ντομ και γράφει: » Ύστερα από 23 χρόνια ξαναείδα τον νεανικό μου φίλο Τζόρτζιο ντε Κίρικο (…) ξέρω ότι τα βλέμματά μας αλληλοαιχμαλωτίστηκαν. Βαθιά, πολύ βαθιά ήταν αυτή η στιγμή».

Ο Μπουζιάνης δεν αντιλήφθηκε ότι έγινε εξπρεσιονιστής, «μοντέρνος» όπως λέει κι ο ίδιος. » Ήρθε από μόνο του, από μια εσωτερική ανάγκη» συνεχίζει. Τυχαία, μια μέρα στο Μόναχο, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο τις αγριοκαστανιές, είδε ένα κιτρινοπράσινο φύλλο που τον συγκίνησε. Του φάνηκε συμβολικό, μπήκε στο ατελιέ και ζωγράφισε μια αυτοπροσωπογραφία με φύλλο στο χέρι. Εξέθεσε δεκαέξι «τέτοια σαν πορτρέτα», όπως τα αποκαλεί, στην γκαλερί Ritlaler στο Μόναχο το 1924 και οι καλές κριτικές τον ενέταξαν ερήμην του στους εξπρεσιονιστές. Ο Μπουζιάνης, ολοκληρωμένος ήδη καλλιτέχνης, πηγαίνει στο Παρίσι από το 1929 έως το 1932 με έξοδα του σπουδαίου γκαλερίστα Μπάρχφελντ, που του είχε κλείσει συμβόλαιο συνεργασίας το 1927 μετά τη μεγάλη του έκθεση στο Μουσείο του Κρέμνιτς. Στη ζωγραφική του δεν γίνονται μεγάλες αλλαγές. Προστίθενται νέα στοιχεία, όπως πιο έντονο χρώμα – μπαίνει το κόκκινο στις ακουαρέλες και το παχύ περίγραμμα στα λάδια.

Η συμπεριφορά του, ο κύκλος του και οι συναναστροφές του δείχνουν πως εκτιμούσε τους Γερμανούς σύγχρονούς του, όπως ο επιστήθιος φίλος του Waldmüller, ο Maly, o Schwemmer, ο Hugo Becker, ο Μax Liebermann, αλλά και τον Απάρτη, μαζί με τον οποίο εκθέτει στην Biennale της Βενετίας το 1950. Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο Καπράλος, η Κατράκη, ο Διαμαντόπουλος, η Πολυχρονιάδη, που οργάνωσε και την έκθεση στον Παρνασσό, και όλοι όσοι συνέθεσαν την ομάδα της «έντιμης πενίας», οι καλλιτέχνες που, παρότι πάμφτωχοι, ουδέποτε έχασαν το υψηλό τους φρόνημα, είναι εκείνοι που εκτιμάει. Πρόκειται γι’ αυτούς που η πορεία του φυσικού τους βίου διακρίνεται από απλότητα, σκληραγωγία, αυτοδιάθεση. Που προσπαθούν να είναι αυτάρκεις, απελευθερωμένοι από τις μεταβολές της τύχης και άλλων απειλητικών προς αυτούς δυνάμεων. Με κέντρο βάρους της ηθικής στο άτομο, πέρα από θεσμούς, κανόνες παρορμήσεις, δόξα και απολαύσεις. Όσοι τον έζησαν θυμούνται να λέει πως μεγάλος Έλληνας ζωγράφος ήταν ο Παρθένης.

 

Το 1934 πουλά το ιδιόκτητο σπίτι-ατελιέ στο Eichenau έξω από το Μόναχο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έρχεται στην Αθήνα. Όχι μόνο γιατί με την άνοδο του Χίτλερ απειλείται η μοντέρνα τέχνη. αλλά και για να πάρει την έδρα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, σύμφωνα με επίσημη κυβερνητική υπόσχεση από τον πρεσβευτή στο Βερολίνο Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή. Η έδρα ουδέποτε του δόθηκε. Ο Μπουζιάνης μένει κατάπληκτος από την αθέτηση των υποσχέσεων αλλά και την υποδοχή που του επιφυλάσσουν οι Έλληνες συνάδελφοί του στην έκθεση στον Παρνασσό το 1949.

Γερμανός στην Ελλάδα, Έλληνας στη Γερμανία, ο Γιώργος Μπουζιάνης δεν έγινε δεκτός όπως θα έπρεπε στον εικαστικό χώρο. Η ζωγραφική του δεν έχει ελληνικά αναγνωρίσιμα στοιχεία. Αντίθετα, εισχωρεί στα άδυτα της ψυχής, απαλλάσσει το πρόσωπο από περιγραφικές λεπτομέρειες που το εξατομικεύουν για να εκφραστεί εντονότερα ο εσωτερικός του κόσμος, πλαισιωμένος από άναρχες πινελιές, την ίδια εποχή που αναδύεται η «ελληνικότητα» σε όλο της το μεγαλείο. Δουλεύει πέρα από τα αρχαιοελληνικά μοντέλα, πέρα από τα παραδοσιακά μοτίβα, πέρα από τα ηλιόλουστα ακρογιάλια. Αποτυπώνει τον βαθύ, σκοτεινό, πολύσημο εαυτό μας.

Είναι απογοητευμένος, φτωχός, παραγνωρισμένος, ζει την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μετακατοχική περίοδο στο ταπεινό σπίτι στη Δάφνη, τότε Κατσιπόδι. Η ζωγραφική του διαφοροποιείται, η ήδη βεβαρημένη και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των έργων του φορτίζεται ακόμα περισσότερο. Η ταυτότητα των μοντέλων του καταργείται. Χωρίς χαρακτηριστικά, χωρίς βλέμμα, χωρίς χέρια, οι φιγούρες του αγγίζουν την αφαίρεση. Μ’ αυτό τον τρόπο διαφοροποιείται και απελευθερώνεται από κάθε είδους κυριαρχία ρευμάτων και κινημάτων», υποστηρίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσείου Μπουζιάνη.

O Γιώργος Μυλωνάς δείχνει να συμφωνεί και επικαλείται μια φράση του ίδιου του Μπουζιάνη: «»Με λένε εξπρεσιονιστή γιατί δεν μπορούν να τοποθετήσουν σε καμία από τις γνωστές τεχνοτροπίες την εργασία μου. Θα μπορούσα να πω πως το έργο μου είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Μια εσώτερη, βαθύτερη ανάγκη με έκανε να εκδηλώνομαι με αυτό τον τρόπο στον μουσαμά». Σε αυτή την παραδοχή του Μπουζιάνη μπορούμε να δούμε την ουσία της ζωγραφικής του. Ξεπερνώντας την ασφάλεια του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, στον οποίο θήτευσε τα χρόνια της σπουδής στη φημισμένη τότε σχολή του Μονάχου, ο ζωγράφος αναζήτησε στα εικονογραφικά ρεύματα της εποχής –κυρίως, στην ομάδα της Νέας Σετσεσιόν (secession = αποστασία, αποχωρισμός) των Νόλντε και Κοκόσκα, της οποίας διετέλεσε μέλος– τον τρόπο να εκφράσει τον δικό του κόσμο. «Ζήταγα κάτι να βρω που θα μου έδινε μια εσωτερικότητα, μια έκφραση, πράγμα που δεν μου έδινε ο ιμπρεσιονισμός και λιγότερο ο νατουραλισμός. Αυτό μου δημιουργούσε μια κατάσταση όλο ανησυχίες γιατί έμενα ανικανοποίητος». Το γεγονός ότι ο Μπουζιάνης, πρώτος από τους Έλληνες συναδέλφους του, είχε το θάρρος να μεταπηδήσει σε μια ανεικονική σχεδόν παράσταση μπορεί να είναι σημαντικό για την ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνη, αλλά δεν είναι ακριβώς η ουσία» διευκρινίζει ο ιστορικός τέχνης. «Η απόπειρα να αρπάξει τη στιγμή, το φευγαλέο που έχει ο κόσμος, όχι μόνο η ανθρώπινη μορφή αλλά και η στιγμιαία αίσθηση του τοπίου, αποδόθηκε με ένα βλέμμα ολότελα δικό του. Ακόμα και οι ερωτικές του σκηνές με ζευγάρια προκαλούν εντύπωση. Δεν περιγράφει αλλά κάνει ενδοσκόπηση, επιχειρώντας να ξεγυμνώσει τον ψυχισμό του προσώπου. Ξεπερνά τις φόρμες, τα σχήματα και, εντέλει, τα μοντέλα τού μοιάζουν, καθώς αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Μπουζιάνης∙ αυτός είναι από πίσω κι εκεί «ζωγραφίζεται». «Ξέρω ότι είμαι εγώ αυτός που φορά αυτό το περίβλημα» εξηγεί, εννοώντας αυτά που ζωγραφίζει, και συμπληρώνει «ένα μόνο θέλω να μάθω: τι δεν είμαι»».

«Τα έργα του έχουν γίνει γνωστά γιατί απεικονίζουν τον κυκλώνα της ανθρώπινης φύσης, όμως, όπως πολύ συγκινητικά γράφει ο φίλος και γιατρός του Θάνος Κωνσταντινίδης, ποτέ δεν μειώνουν, δεν παραμορφώνουν, δεν ασχημαίνουν την ανθρώπινη ψυχή. Και είναι αλήθεια ότι ο Μπουζιάνης ακολουθούσε πάντα τη δική του εσωτερική αναγκαιότητα, μια ατέλειωτη, ενδόμυχη, λυτρωτική πράξη αυτοανάλυσης. Αναζητά μονίμως τα πρωτογενή αρχετυπικά σχήματα. Το παροξυντικό του σχέδιο και η χειρονομιακή βιαιότητα απαλλάσσουν την προσωπογραφία από την περιγραφή. Μοχθεί, στερείται, διεκδικεί, δημιουργεί ενάντια σε κάθε συμβατική κατεύθυνση. Αναγνωρίστηκε εγκαίρως στη Γερμανία, συμμετέχοντας σε κινήματα και μεγάλες εκθέσεις της εποχής σε γκαλερί και μουσεία. Η άνοδος του ναζισμού και το γεγονός ότι τον κατέταξαν στους «εκφυλισμένους καλλιτέχνες» ανέτρεψαν την πορεία του. Ξεχάστηκε γιατί η πολιτιστική πολιτική της Ελλάδας δεν φρόντισε να αναζητήσει έργα του σε συλλογές του εξωτερικού, να συντονίσει διεθνείς εκθέσεις που θα ανακινούσαν το ενδιαφέρον των συλλεκτών ή του μέσου Γερμανού φιλότεχνου που πιθανόν έχει έργα Μπουζιάνη στην κατοχή του» τονίζει ο Φοίβος Κυπραίος και συμπληρώνει: «Στην Ελλάδα είναι μοναδικός. Εξπρεσιονισμός στην Ελλάδα είναι ο Μπουζιάνης».