DSC089932 Μαρτίου, η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αγίου Νικολάου Πλανά.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, γίνεται μεγάλη εορτή στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όπου εφημέρευε ο Άγιος και βρίσκονται τα Άγια Λείψανα και η Τιμία Κάρα του.

Λίγα λόγια γι αυτόν

Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, που πρόφτασε τον 20ό αιώνα, γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 και στην ηλικία των 14 ετών ήρθε στην Αθήνα. Παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιό, όμως χήρεψε λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού του. Γι’ αυτό ο λαός μας τον αναγνωρίζει ως προστάτη των παντρεμένων ζευγαριών.

Ήταν άνθρωπος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά ταπείνωση. Ο προγνώστης Θεός τον επροίκισε με το προορατικό χάρισμα ενώ ήταν ακόμα μικρό παιδί. Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε, διηγόταν: «Μια βραδυά χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα μου: Πατέρα, αυτή την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από την Πόλη. Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τι λέγει το παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας…». Και για να αποφύγει τον θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι “όλα τα παιδιά είναι προορατικά”.

Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του πέθανε. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.

Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ. Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός.

Σε ηλικία δέκα επτά ετών παντρεύτηκε κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα πέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Υπηρέτησε και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης.

Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπα-Νικόλας. Και μπόρεσε να διεισδύσει στο βάθος της αγιασμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφτεί το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί, και συνεχίζει:

“Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων… είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος”.

Ήταν, όπως όλοι οι Άγιοι, αφιλοχρήματος και ελεήμων.

“Περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλά αμέσως διοχετευόταν στην ελεημοσύνη. Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια πεντάρα πάνω του. Χωρίς να το προσέξει, κάποτε πήρε ένα αμάξι να τον πάει σε κάποιο σπίτι. Όταν έφθασαν και θέλησε να πληρώσει κοιτάζει για λεπτά, ξανακοιτάζει, τίποτα. Βρέθηκε σε αμηχανία. Του λέγει ο αμαξάς: “Δεν είσαι συ ο εφημέριος του Αγίου Ιωάννου, ο παπα – Νικόλας;” – “Ναι, παιδί μου, εγώ είμαι”. – Έ, δεν θέλω λεπτά, μόνον την ευχή σου!”. Σε μια άλλη περίπτωση κάποιος, που του διάβασε κάποτε παράκληση, του έδωσε ως πληρωμή κάποιο σεβαστό ποσόν, μέσα σε κλειστόν φάκελο. Αυτός, καθώς πήρε τον φάκελο, τον έδωσε αμέσως κλειστό σε μια πτωχή, που τον περίμενε πότε να τελειώσει την παράκληση. Ο άνθρωπος που του τον έδωσε, άναψε από στενοχώρια. “Μα τον ευλογημένον”, έλεγε, “να μην κοιτάξη καν τι του έδωσα;!”.

Έδειχνε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και αφάνταστη ψυχραιμία. Έλεγε κάποτε ο ίδιος συμβουλεύοντας μια πνευματική του κόρη:

“Εγώ παιδί μου με την υπομονή τα έβγαλα πέρα τα τόσα σκάνταλα που μου παρουσιαζόντουσαν”.

Μεγάλη σημασία έδινε στην προσοχή και την συγκέντρωση του νου κατά την διάρκεια της προσευχής και της λατρείας. Στις διδασκαλίες του προς τα πνευματικά του παιδιά τόνιζε πολύ το σημείο αυτό. Μάλιστα, όταν έβγαινε να θυμιάσει, κατά την διάρκεια του Όρθρου, πολλές φορές τον είδαν να θυμιά άδεια στασίδια, ενώ αντίθετα δεν θυμιούσε κάποιους από τους παρισταμένους. Με το πνευματικό του χάρισμα διέκρινε ότι, κάποιοι από τους παρόντες σωματικά ήσαν ουσιαστικά απόντες, αφού ο νους τους ήταν σκορπισμένος και τριγυρνούσε έξω εδώ κι εκεί, ενώ κάποιοι που απουσίαζαν, λόγω ασθενείας ή για άλλους λόγους ανωτέρους της θελήσεώς τους ήσαν νοερά παρόντες και προσευχόντουσαν την ώρα εκείνη.

Το παρουσιαστικό του Αγίου συγκλόνιζε τούς πάντες. Η λαμπερή διαπεραστική ματιά του γαλήνευε όσους ήταν κοντά του. Η απλοϊκή ομιλία του συγκινούσε ακόμα και τους πιο μορφωμένους επιστήμονες.

Αν και ήταν ψευδός, και πολλές φορές τα λόγια του ακούγονταν αστεία, ποτέ κανένας δεν γελούσε. Αντίθετα μάλιστα. Τα δακρυσμένα μάτια όλων μαρτυρούσαν πόσο πολύ τα λόγια του μιλούσαν στις ψυχές τους. Σαν τον αντίκριζαν να περπατάει στο δρόμο οι γυναίκες έκαναν με ευλάβεια το σταυρό τους, οι άνδρες έκοβαν το βήμα τους για να προσπεράσει, οι αμαξάδες σταματούσαν την πορεία τους και κατέβαιναν και τα μικρά παιδιά έτρεχαν να πάρουν την ευχή του. Η παρουσία του, ήταν τιμή για την πρωτεύουσα και όλοι οι κάτοικοι τον εκτιμούσαν και πίστευαν πως ο ταπεινός ιερέας ήταν ένας αληθινός Άγιος.

Κάθε φορά που έφτανε στην κατάμεστη από κόσμο εκκλησία για να λειτουργήσει γινόταν σάλος πραγματικός από την υποδοχή του εκκλησιάσματος. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να του φιλήσουν το χέρι, άλλοι να αγγίξουν τα φτωχικά του ράσα και αρκετοί να προσκυνήσουν το λευκασμένο κεφάλι του, αφού ήταν ιδιαίτερα κοντός.

Όπου πήγαινε για να τελέσει θεία λειτουργία, έπαιρνε μαζί του τα «συμβόλαια και τα γραμμάτια» όπως ο ίδιος έλεγε, δηλαδή τα εκατοντάδες μικρά χαρτιά με τα ονόματα που του έδινε ο κόσμος για να τα μνημονεύσει.

Τα κρατούσε όλα για χρόνια και καθημερινά τα μνημόνευε.

Οι ακολουθίας του Παππού, όπως τον φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες.  Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.

Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά με τον τρόπο τους στο δοξολογικό ύμνο προς το Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά.

Αρκετές φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία.

Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.

Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.

Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.

Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.

Στις 10 το βράδυ της 2ας Μαρτίου 1932, έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Τον δρόμο τετέλευκα. Δόξα σοι ο Θεός! Η Θεία Χάρη να σας ευλογεί!»

Με τα λόγια αυτά άφησε τον κόσμο τούτο.

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!

Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού.

Η Εκκλησία ανακήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου, και με την φροντίδα του Μητροπολίτου Παροναξίας Αμβροσίου.

Χρόνια Πολλά και Ευλογημένα

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Πηγές κειμένων, φωτογραφιών, βίντεο : armenisths.blogspot.gr

                                                   o-nekros.blogspot.gr